- θεουργία
- ηείδος μαγείας, με την οποία οι μυημένοι ισχυρίζονταν ότι επικοινωνούσαν με το Θεό, θαυματοποιία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεουργία — θεουργίᾱ , θεουργία divine work fem nom/voc/acc dual θεουργίᾱ , θεουργία divine work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργίᾳ — θεουργίᾱͅ , θεουργία divine work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργία — η (AM θεουργία) [θεουργός] είδος μαγείας κατά την οποία οι μυημένοι ισχυρίζονταν ότι επικοινωνούσαν με τον θεό αρχ. θεϊκό έργο, θαύμα … Dictionary of Greek
θεουργίας — θεουργίᾱς , θεουργία divine work fem acc pl θεουργίᾱς , θεουργία divine work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργίαι — θεουργίᾱͅ , θεουργία divine work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργίαν — θεουργίᾱν , θεουργία divine work fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργιῶν — θεουργία divine work fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργίαις — θεουργία divine work fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия
νεοπλατωνική σχολή — Η τελευταία από τις μεγάλες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, η oποία παρουσιάστηκε ως επανάληψη και επεξεργασία ενός συνόλου πλατωνικών θεωριών που κατατάσσονται και ενσωματώνονται σε μια ευρεία συνθετική θεώρηση. Ευαίσθητη στις συγκρητιστικές… … Dictionary of Greek